Μια ανάσα από το πολύβουο Ηράκλειο υπάρχει ένας παράδεισος γεμάτος ιστορία, φύση, ομορφιά και εικόνες που σε ταξιδεύουν, κάνοντάς σε να τρίβεις τα μάτια από έκπληξη καθώς νιώθεις ότι βρίσκεσαι μέσα στις σελίδες ενός παραμυθιού.
Το Αστρακιανό Φαράγγι διασχύσαμε ξεκινώντας από την Μυρτιά, στην περιοχή του έρημου χωριού Κάτω Αστρακοί με την περίτεχνη Αστρακιανή Καμάρα.
Από τους Κάτω Αστρακούς ξεκινάει μονοπάτι που οδηγεί στην τοποθεσία Νεραϊδόσπηλιο με την όμορφη λίμνη και με το σπήλαιο μέσα από το οποίο αναβλύζει νερό.
Από εδώ ουσιαστικά ξεκινάει η πορεία κατά μήκος του ποταμού Καρτερού σε κατάφυτο μονοπάτι που έχει διαμορφωθεί με ξύλινες γεφυρούλες και κιγκλιδώματα στα δύσκολα σημεία.
Στο υψηλότερο σημείο του ερημωμένου χωριού Κάτω Αστρακοί, εντύπωση μας κάνουν τα ερείπια του ναού του Αγ.Γεωργίου! |
Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν ακούγεται τίποτα άλλο, παρά μόνο πουλιά και νερό να τρέχει. Στο τέλος του μονοπατιού, η εικόνα από το Αστρακιανό φαράγγι μας αποζημειώνει |
Μια μικρή αλλά πανέμορφη λίμνη απλώνεται μπροστά μας. Δίπλα της υπάρχει ένας όμορφος χώρος ξεκούρασης, ενώ τα μάτια μας πέφτουν στα γλυπτά που είναι σμιλεμένα στα βράχια αλλά και τα νερά που τρέχουν από παντού. Στο Νεραιδόσπηλιο των Αστρακών,το οποίο βρίσκεται μέσα στο φαράγγι του Καρτερού, υπάρχουν ιστορίες για Νεράιδες. Λένε πως όποιος ξεδιψάσει από το σπήλαιο αυτό, διώχνει για πάντα λύπες και δυσάρεστα γεγονότα. |
Ο μύθος :
Ο θρύλος λέει πως σ’ αυτή την σπηλιά που είναι χωμένη μέσα στο φαράγγι, με τις πολλές πηγές, τα γάργαρα νερά και την πλούσια βλάστηση γύρω της, είχαν διαλέξει να κατοικήσουν οι νεραϊδες!
Μια νύχτα, ένας νέος, καλός λυράρης, άκουσε το τραγούδι των νεράιδων και από περιέργεια μπήκε στη σπηλιά και τις είδε. Οι Νεράιδες, με ξέπλεκα μαλλιά, πεπλοντυμένες, λουσμένες στο φως μιας αιώνιας άνοιξης, χόρευαν. Η λάμψη τους διασπούσε το σκοτάδι, το τραγούδι τους του χάιδευε τ' αυτιά και τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τον "αέρινο" χορό τους. Συνεπαρμένος απ' όλα τούτα τα πρωτόγνωρα που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του, έπιασε χωρίς να το καταλάβει τη λύρα του και τις συνόδεψε στο χορό.
Οι Νεράιδες ακολούθησαν το παίξιμό του και ξετρελάθηκε ο νέος από τα όσα γίνηκαν μπροστά του. Μα το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ, οδηγημένος από κάποια αόρατη δύναμη, βρέθηκε πάλι στη σπηλιά και με τη λύρα του έπαιζε ασταμάτητα για τις Νεράιδες που χόρευαν. Σιγά σιγά, η ματιά του σταμάτησε πάνω σε μια απ' αυτές και δεν χόρταινε να την κοιτάζει. Ήταν ερωτευμένος μαζί της...
Όταν το συνειδητοποίησε, πήγε σε μια γριά πολύξερη και ζήτησε τη βοήθειά της. Η γριά, αφού τον άκουσε με προσοχή, του είπε πως άμα πλησιάζει η ώρα να λαλήσουν οι πετεινοί (οπότε χάνονται οι Νεράιδες), ν' αρπάξει από τα μαλλιά εκείνη που αγαπούσε και να μην την αφήσει με κανέναν τρόπο. Ήρθε το βράδυ και ο νέος πήρε τη λύρα του και πήγε στη σπηλιά, όπου άρχισε να παίζει όσο γλυκύτερα μπορούσε, χορευτικούς σκοπούς. Σε λίγο, παρουσιάστηκαν οι Νεράιδες και πιάστηκαν στο χορό. Λίγο προτού λαλήσουν οι πετεινοί, ο νέος άφησε τη λύρα του και έκαμε όπως τον είχε συμβουλέψει η γριά. Η Νεράιδα αντιστάθηκε με λύσσα, αγρίεψε, έβαλε τις φωνές, μα τίποτα. Ο νέος την κρατούσε γερά. Άρχισε τότε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά, πότε σε φίδι, πότε σε καμήλα, αλλά ο λυράρης την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και δεν την άφηνε.
Μια νύχτα, ένας νέος, καλός λυράρης, άκουσε το τραγούδι των νεράιδων και από περιέργεια μπήκε στη σπηλιά και τις είδε. Οι Νεράιδες, με ξέπλεκα μαλλιά, πεπλοντυμένες, λουσμένες στο φως μιας αιώνιας άνοιξης, χόρευαν. Η λάμψη τους διασπούσε το σκοτάδι, το τραγούδι τους του χάιδευε τ' αυτιά και τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τον "αέρινο" χορό τους. Συνεπαρμένος απ' όλα τούτα τα πρωτόγνωρα που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του, έπιασε χωρίς να το καταλάβει τη λύρα του και τις συνόδεψε στο χορό.
Οι Νεράιδες ακολούθησαν το παίξιμό του και ξετρελάθηκε ο νέος από τα όσα γίνηκαν μπροστά του. Μα το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ, οδηγημένος από κάποια αόρατη δύναμη, βρέθηκε πάλι στη σπηλιά και με τη λύρα του έπαιζε ασταμάτητα για τις Νεράιδες που χόρευαν. Σιγά σιγά, η ματιά του σταμάτησε πάνω σε μια απ' αυτές και δεν χόρταινε να την κοιτάζει. Ήταν ερωτευμένος μαζί της...
Όταν το συνειδητοποίησε, πήγε σε μια γριά πολύξερη και ζήτησε τη βοήθειά της. Η γριά, αφού τον άκουσε με προσοχή, του είπε πως άμα πλησιάζει η ώρα να λαλήσουν οι πετεινοί (οπότε χάνονται οι Νεράιδες), ν' αρπάξει από τα μαλλιά εκείνη που αγαπούσε και να μην την αφήσει με κανέναν τρόπο. Ήρθε το βράδυ και ο νέος πήρε τη λύρα του και πήγε στη σπηλιά, όπου άρχισε να παίζει όσο γλυκύτερα μπορούσε, χορευτικούς σκοπούς. Σε λίγο, παρουσιάστηκαν οι Νεράιδες και πιάστηκαν στο χορό. Λίγο προτού λαλήσουν οι πετεινοί, ο νέος άφησε τη λύρα του και έκαμε όπως τον είχε συμβουλέψει η γριά. Η Νεράιδα αντιστάθηκε με λύσσα, αγρίεψε, έβαλε τις φωνές, μα τίποτα. Ο νέος την κρατούσε γερά. Άρχισε τότε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά, πότε σε φίδι, πότε σε καμήλα, αλλά ο λυράρης την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και δεν την άφηνε.
Ξαφνικά, λάλησαν οι πετεινοί κι οι άλλες Νεράιδες εξαφανίστηκαν. Τότε εκείνη που κρατούσε ο νέος ξανάγινε πανέμορφη, όπως ήταν πριν και τον ακολούθησε στο σπίτι του. Έζησε μαζί του ένα χρόνο, του γέννησε ένα γιο, αλλά τη μιλιά της δεν την άκουσε ποτέ. Δυστυχισμένος καθώς ήταν ο νέος λυράρης με τη βουβαμάρα της Νεράιδας - γυναίκας του, μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να την κάνει να μιλήσει, χωρίς αποτέλεσμα όμως.
Ξαναπήγε λοιπόν στη γριά και της ζήτησε τη συμβουλή της. Εκείνη του ορμήνεψε να πυρώσει καλά το φούρνο κι ύστερα να πάρει το παιδί από τα χέρια της γυναίκας του, να κάνει πως θα το πετάξει μέσα στο φούρνο και να πει: "Δε μου μιλείς; Τότε ρίχνω κι εγώ το παιδί σου στο φούρνο". Ακολούθησε πιστά τη συμβουλή της, μα τη στιγμή που έκανε ότι θα έριχνε το παιδί στη φωτιά, η Νεράιδα χίμηξε πάνω του σέρνοντας φωνή: "Μη σκύλε το παιδί μου.". Του τ' άρπαξε από τα χέρια και έγιναν άφαντοι, μάνα και παιδί μαζί.
Απελπισμένος τους αναζήτησε με φωνές, παρακάλια και κλάματα, αλλά μάταια. Η Νεράιδα - μάνα και το παιδί, δεν ξαναφάνηκαν πια. Πήγε λένε στις αδελφές της, αλλά αυτές δεν τη δέχτηκαν. Δεν της συχώρεσαν το ότι άφησε άνθρωπο και την άγγιξε και τη μόλυνε. Γι' αυτό αναγκάστηκε και πήγε λίγο πιο πέρα σε μια βρύση που τη λένε Λούτρα. Εκεί τη βλέπουν δυο - τρεις φορές το χρόνο να κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της και να κλαίει. Οι άλλες εξακολουθούν να χορεύουν και να τραγουδούν, χωρίς όμως να έχουν πια λύρα να τις συνοδεύει και χωρίς την αδελφή τους. Η Νεράιδα - μάνα κάθεται λυπημένη παραπέρα και κλαίει. Τα δάκρυά της πέφτουν πάνω στο νερό και το θολώνουν. Γι' αυτό τα νερά του Νεραϊδόσπηλιου εμφανίζονται θολά πότε - πότε.